ενδυτός

ενδυτός
ός и ή , όν одетый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ενδυτός" в других словарях:

  • ενδυτός — ή (AM ἐνδυτός, όν) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνδυτή κάλυμμα τής Αγίας Τραπέζης αρχ. 1. αυτός που χρησιμεύει ως ένδυμα 2. φρ. «ἐνδυτός στέμμασιν» σκεπασμένος με στεφάνια 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδυτόν α) εσθήτα β) το δέρμα («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐνδυτόν — ἐνδυτός put on masc/fem acc sg ἐνδυτός put on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδυτοῖς — ἐνδυτός put on masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδυτοῦ — ἐνδυτός put on masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδυτά — ἐνδυτός put on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρένδυτος — ον, Μ ντυμένος με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + ἐνδυτός (< ἐνδύω «ντύνω»), πρβλ. χαλκ ένδυτος] …   Dictionary of Greek

  • σκοτένδυτος — ον, Μ (κυρίως για αχρείο και φαύλο) αυτός που είναι ντυμένος με σκοτάδι, μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + ἐνδυτός (< ἐνδύω «ντύνω»), πρβλ. ρακ ένδυτος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκένδυτος — ον, Α καλυμμένος με ελάσματα χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ἐνδυτός (< ἐνδύω), πρβλ. ποδ ένδυτος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσένδυτος — ον, Μ χρυσοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐνδυτός (< ἐνδύω), πρβλ. ποδ ένδυτος] …   Dictionary of Greek

  • τοὐνδυτόν — ἐνδυτόν , ἐνδυτός put on masc/fem acc sg ἐνδυτόν , ἐνδυτός put on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδυτή — ἐνδυτή, η (Α) βλ. ενδυτός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»